Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

Ο ΓΛΥΠΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΜΑΚΟΛΑΣ

Ο ΓΛΥΠΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΜΑΚΟΛΑΣ





Δάσκαλε, πέρασαν δύο χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ μᾶς ἄφησες ἀλλὰ σὲ κάθε συμπόσιὸ μας εἶσαι μαζί μας. Ὁ καλὸς σου φίλος καὶ συντοπίτης Στρατῆς Φιλιππότης κυκλοφόρησε τὸ «Ἀθηναϊκὸ Ἡμερολόγιο 2011» μὲ ἓνα γράμμα-ἀπολογία τοῦ καλοῦ δασκάλου Σαράντου Καργάκου ἀφιερωμένο σὲ σένα. Σοῦ τὸ στέλνουμε ὃπως τὸ ἔγραψε:






Ο ΓΛΥΠΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΜΑΚΟΛΑΣ






Ἦταν φυσικὸ. Τὸν γνώρισα πρὸ ἐτῶν στὸ βιβλιοπωλεῖο τοῦ Στρατῆ Γ. Φιλιππότη πού δὲν εἶναι μόνον ἄντρον φιλίας ἀλλὰ τόπος συναγωγῆς σπουδαίων ἀνθρώπων, ποὺ εἶναι σπουδαῖοι ὄχι ἐπειδὴ εἶναι ἐπιφανεῖς ἀλλ’ εἶναι ἐπιφανεῖς ἐπιεδὴ εἶναι σπουδαῖοι. Πόσοι καὶ πόσοι δὲν πέρασαν μὲ πρόσχημα νὰ πιοῦν ἓναν καφὲ, τὸν ὁποῖον ὁ Στρατῆς προσφέρει ἀφειδῶς, στὴν πραγματικότητα ὃμως γιὰ νὰ χαροῦν τὸ σπιρτόζικο ἤ σκμαπρόζικο πνεῦμα του! Μόνον ἐγὼ , πάντα βιαστικὸς, ἀφοῦ ἀνταλλάξω μαζὶ του μερικοὺς λεκτικοὺς διαξιφισμοὺς, φεύγω χωρὶς νὰ ἀξιωθῶ νὰ πιῶ ἓναν μέτριο γλυκὸ ἐρατεινὸν...!


Τὸν Δημήτρη Ἀρμακόλα τὸν γνώρισα πρώτα ἀπὸ τὸ ἓργο του: σὲ ἐκθέσεις, πλατεῖες, ἰδιωτικὲς συλλογὲς. Χάρη στὴν βοήθεια τοῦ γερμανοῦ φίλου μου τεχνοκριτικοῦ Ρόμπυ Γκάϊγκερ καὶ τοῦ σπουδαίου -ἐπίσης φίλου –καλλιτέχνη ἀπὸ τὸ Μανχάϊμ Φρέντ Ἔκμιριχ εἶχα ἐπερκῶς ἐξοικιωθεῖμὲ τὶς νέες κατευθύνσεις ὄχι μόνον τῆς ζωγραφικῆς ἀλλὰ καὶ τῆς γλυπτικῆς, ἐιδικὰ σ’ἓναν τομέα ποὺ κάπως ἰδιότροπα θὰ μποροῦσα νὰ ὀνομάσω «κατασκευαστικὴ»ἤ -ἔστω-« ἀναδημιουργικὴ».Παρὰ τὸ σύνθετο τῶν κατασκευῶν τοῦ Δ. Ἀρμακόλα, διέκρινα –κι αὐτὸ μοῦ ἄρεσε –μία δωρικὴ λιτότητα καὶ στιβαρότητα. Τὸ ἔργο δὲν τὸ χαιρόσουν –σοῦ ἐπιβαλλόταν. Σὲ ὑποχρέωνε νὰ σταθεῖς σὲ στάση προσοχῆς καὶ νὰ τὸ μελετήσεις μὲ προσοχὴ.


Ὃσο ἁδρὸ , ὃμως, ἦταν τὸ ἔργο του, ὃσο σκληρὰ καὶ δυσδάμαστα τὰ ὑλικὰ ποὺ χρησιμοποιοῦσε ὁ καλλιτέχνης, τόσο μαλακὸς, ἁπαλὸς καὶ σεμνὸς ἦταν ὁ ἴδιος. Καμμία ἐκζήτηση στοὺς τρόπους καὶ στὴν ἐμφάνιςὴ του. Ὃσο γιὰ τὸ περίφημο φουλάρι, ποὺ σὰν τὴν Ἰσιδώρα Ντάνκαν τὸν ἔφερε στὸν θάνατο, τὸ φοροῦσε γιὰ νὰ κρύβει τὰ στὶγματα ἀπὸ τὰ σῖθίσματα ποὺ τοῦ προκαλοῦσε ὁ τροχὸς, τὸ κύριο ἐργαλεῖο τῆς τεχνικῆς του.


Θυμᾶμαι ἐκεῖνα τὰ μάτια τὰ μεγάλα ποὺ μὲ κοιτῦσαν μὲ ἀπορία, ὃσες φορὲς τύχαινε νὰ μὲ ἀκούει. Εἶχε ὁ ἀξέχαστος δίψα ἱστορίας. Παράλληλα, παρὰ τὴ φήμη ποὺ εἶχε ἀποκτήσει, δὲν εἶχε ἔπαρση ἀπεναντίας εἶχε μιὰ συστολὴ, γιὰ νὰ μὴν πῶ δειλία, προκειμένου νὰ «ξανοιχτεῖ». Μὲ παρακολούθησε σὲ μία διάλεξη καὶ μετὰ λίγες ἡμέρες συναντηθήκαμε στοῦ Στρατῆ. Μὲ πολλὰ «κομπιάσματα»μοῦ ζήτησε νὰ γράψω ἓνα κείμενο γιὰ τὸ μνημεῖο τῶν 118 Σπαρτιατῶν ποὺ ἐκτέλεσαν οἱ Γερμανοὶ στὸ Μονοδέντρι. Τὸ μνημεῖο εἶχε στηθεῖ σὲ μιὰ πλατεῖα τὴς Σπάρτης, ὄχι σὲ περίοπτη θέση καὶ εἶχε προκαλέσει μικροπρεπεῖς συζητήσεις,


Πρόβαλα ἄρνηση:


- Κύριε Ἀρμακόλα, ξέρετε ἐγὼ δὲν εἶμαι τεχνοκριτικὸς...


- Εἶσθε μοῦ εἶπε, δείχνοντας τὰ «Αἰσθητικὰ Μελετήματα»ποὺ εἶχε


ἐκδώσει ὁ Στρατῆς. Ἀλλ’ἐγὼ δὲν ζητῶ νὰ κάνετε στὸ ἔργο μου κριτικὴ ἀλλὰ νὰ ἐκφράσετε τὰ συναισθήματα πού σᾶς γεννᾶ ἡ θέασὴ του. Εἶσθε παιδὶ τῆς Κατοχῆς, εἴχατε στὴν οἰκογένειὰ σας πολλοὺς ἐκτελεσμένους ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς. Θέλω, λοιπὸν, ἀπὸ σᾶς νὰ μοῦ γράψετε, ἄν τὸ ἔργο αὐτὸ ἀνταποκρίνεται στὸ μέγεθος τῆς θυσίας. Τὶ γεννᾶ μέσα σας, τὶ ξυπνᾶ μέσα σας...


Κι ὃλα αὐτὰ τὰ ἔλεγε μὲ ἓνα τόνο παιδικὸ παρακλυτικὸ. Συγκατατάθηκα τελικὰ. Ἀλλὰ ζήτησα, ἐπειδὴ δὲν σκόπευα τότε νὰ κατεβῶ στὴ Σπάρτη, δύο-τρεῖς φωτογραφίες τοῦ ἔργου γιὰ νὰ ἔχω τὴν εἰκόνα του ὡς ἐρέθισμα γι]νὰ γράψω. Σὲ λίγες ἡμέρες ὁ Στρατῆς μοῦ τηλεφώνησε:


- Ὁ Δ. Ἀρμακόλας πέρασε καὶ ἄφησε ἓνα φάκελλο γιὰ σένα. Ἄργησα νὰ


περάσω, Ἀλλὰ σὰν τὸν πῆρα, εἶδα πὼς εἶχε ἓνα «ἄλμπουμ» μὲ πολλὰ ἔργα του -ἐκτὸς φυσικὰ ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ ἀποτύπωναν τὸ μνημεῖο τοῦ Μονοδεντριοῦ. Ἄρχισα νὰ προβληματίζομαι: μήπως ἔπρεπε νὰ μὴ σταθῶ σ’ αὐτὸ ἀλλὰ νὰ κάνω μία μιὰ ὁλικὴ θεώρηση τοῦ ἔργου του; Ὁ Στρατῆς μὲ πληροφόρησε ὃτι ὁ Δ. Ἀρμακόλας εἶχε ὑποβάλει ὑποψηφιότητα γιὰ ἀκαδημαϊκὸς. Ἴσως ἦταν πιὸ ὡφέλιμο στὴν ἐπιδίωξὴ του αὐτὴ νὰ εἶμαι περισσότερο ἀναλυτικὸς: νὰ ἐξηγήσω (οἱ περισσότεροι ἀκαδημαἱκοὶ εἶναι ἄγνωστοι τέχνης), γιατὶ εἶναι τέχνη αὐτὲς οἱ ἄμορφες(καὶ γιὰ πολλοὺς δὐσμορφες) κατασκευὲς τοῦ Δ. Ἀρμακόλα. Χρειζόμουν μιὰ εἰσαγωγὴ νὰ κάνω τὴν ἀρχὴ.


Ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες δάβαζα ἓνα βιβλίο τοῦ Paul Diel « Ὁ συμβολισμὸς στὴν Ἑλληνικὴ Μυθολογία», (ἐκδ. Χατηνικολῆ). Στὸν πρόλογο ὁ Gaston Bachelard εἶχε γράψει –γιὰ μένα –μιὰ φράση κλειδὶ: «Μιὰ λέξη διαστρεβλώνεται, κι ἀμέσως ἔχουμε ἓνα θεὸ παραπάνω». Ἦταν αὐτὸ ποὺ χρειαζόμουν: τὸ ἔργο τέχνης δὲν εἶναι μόνον αὐτὸ ποὺ βλέπεις ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ νοεῖς. Μιὰ ἀλλοίωση τῆς μορφῆς μπορεῖ νὰ δώσει μιὰ ἄλλη ἀπρόβλεπτη μορφὴ. Μιὰ συγκόλληση ἑτερόκλητων ὑλικῶν μπορεῖ νὰ δώσει μιὰ σύνθεση ποὺ δὲν παραπέμπει σὲ κάτι γνωστὸ, σὲ κάτι ἰδωμένο. Εἶναι κάτι πρωτοϊδωτο ποὺ ξυπνᾶ μέσα σου πρωτόφαντα συναισθήματα. Τὰ διάφορα ὑλικὰ γιὰ τὸν Δ. Ἀρμακόλα (καὶ γιὰ τοὺς ὁμοτέχνους του) ἦταν ὃ,τι εἶναι οἱ λέξεις γιὰ τὸν συγγεραφέα. Λίγοι συγγραφεῖς ἔχουν συνειδητοποιήσει ὃτι οἱ λέξεις εἶναι πράγματα.


Καὶ ἐνῶ βρισκόμουνστὸ σημεῖο αὐτὸ εἶχα τὴν εὐκαιρία νὰ ξαναδῶ τὸν Ἀρμακόλα σὲ μία διάλεξὴ μου. Μιλήσαμε ἐρχικὰ γιὰ τὸ πῶς σκέπτομαι νὰ πιάσω τὸ θέμα. Δὲν μοῦ ἔκανε καμμιὰ ὑπόδειξη. Ἦταν εὐπατρίδης. Τὴν ὣρα ποὺ μιλοῦσα, τὸν παρακολυθῦσα πὼς κάτι σημείωνε. Τελείωσα, χαιρετηθήκαμε. Λίγες ἡμέρες μετὰ ὁ Στρατῆς μοῦ τηλεφωνεῖ:


- Ἄκου, ὁ Ἀρμακόλας ἔφυγε...


Τὶς λεπτομέρειες γιὰ τὸ πῶς ἔφυγε τὶς ἔμαθα μετὰ.Κάποιες ὑποχρεώσεις μὲ ἔστειλαν στὸ ἐξωτερικὸ.Ὃταν γύρισα ὁ Στρατῆς μοῦ εἶπε:


- Πρέπει νὰ γράψεις κάτι γιὰ τὸν Ἀρμακόλα στὸ «Ἀθηναϊκὸ Ἡμερολόγιο». Ἔχεις, πιθανῶς τὶς τελευταῖες του σημειώσεις. Κι ἔτσι πίστευα.


Ἀποσύρθηκα στὸ Λαύριο, γιὰ νὰ ὁλοκληρώσω τὸ δίτομο ἔργο μου «Μικρασιατικὴ Ἐκστρατεία: ἀπὸ τὸ ἔπος στὴν τραγωδία». Πάντα, ὃμως, εἶχα στὸ νοῦ μου τὸ κείμενο γιὰ τὸν Ἀρμακόλα. Καὶ ξαφνικὰ στὴ μέση τοῦ καλοκαιριοῦ ἔφτασε, μέσω Στρατῆ μιὰ ἐπιστολὴ. Ἦταν ἡ τελευταία ἐπιστολὴ τοῦ Ἀρμακόλα καὶ ἀπευθυνόταν πρὸς ἐμένα. Ἡ εὐγενικὴ σύζυγὸς του εἶχε τὴν καλοσύνη νὰ μοῦ τὴν ταχυδρομήσει. Τὴν διάβασα καὶ τὴν ἔνιωσα ὡσὰν φωνὴ ἐκ τοῦ τάφου. Ὡσὰν ὁ καλλιτέχνης νὰ ἀκολουθοῦσε τὸ de profundis clamavif. Πάγωσα καὶ μετὰ δάκρυσα.


Τὶ μοῦ ἔφραφε; Κατὰ πρῶτον, μὲ προσφωνοῦσε μὲ τὸν πλέον τιμητικὸ τίτλο: «Ἀγαπητὲ Δάσκαλε». Ἀκολούθως, εἶχε καταγράψει μέρη τῆς ὁμιλίας μου, ἀφήνοντας μὲ τελίτσες κάποια κενὰ. Μοῦ ἔγραφε: «Στὸ τέδε σημεῖο εἶπες πὼς κάποιος εἶπε αὐτὸ. Γράψε μου ἀκριβῶς πώς λεγόταν αὐτὸς; Ἤ ἀλλοῦ: τὶ ἦταν αὐτὸς; Κι ἀλλοῦ: πῶς ἀκριβῶς τὸ εἶπε αὐτὸς; Ἤ ἐσὺ τὶ ἐννοῦσες λέγοντας αὐτὸ;».


Ὁ Ἀρμακόλας ἦταν κτὰ τὸ πλατωνικὸ, «ἀεῖ παῖς». Ἓνα αἰὠνιο παιδὶ. Ἤθελε νὰ μαθαίνει διαρκῶς γιὰ νὰ ἐρεθίζει καὶ νὰ πλουτίζει τὴν ἔμπνευςὴ του. Ἄρχισα νὰ σχεδιάζω ἓνα κείμενο μὲ τίτλο τὴν πιὸ φράση: «ἀεὶ παῖς». Πέρασα α’πὸ τὸν Στρατῆ ἀρχὲς Φθινοπώρου. Ἡ «Μικρασιατικὴ ἐκστρατεία μου» εἶχε τελειώσει. Ρώτησα:


- Τὶ χρόνο ἔχω γιὰ νὰ γράψω γιὰ τὸν Ἀρμακόλα;


Ὁ Στρατῆς μὲ κοίταξε μὲ παράπονο καὶ μοῦ εἶπε κοφτὰ:


- Τώρα εἶναι ἀργὰ. Ἡ ὓλη ἔκλεισε καὶ τὸ ἡμερολόγιο τυπώνεται...


Πικράθηκα. Ἔνιωσα σὰν νὰ ἔμπαινε σὲ ἐκκλησία σεμνὴ χωρίς νὰ ἀνάψω κερὶ. Ἤ πὼς εἶχα μιὰ ὀφειλὴ στὴν ὁποία δὲν μπόρεσα νὰ ἀνταποκριθῶ ἐπειδὴ ἤμουν αἰχμάλωτος μιᾶς συγγραφῆς σὰν τοὺς Μικρασιάτες τῆς τότε ἐποχῆς ποὺ εἶχαν ἐγκλωβιστεῖ στὰ διαβόητα «Ἀμελὲ Ταμπουροὺ» (=τάγματα ἐργασίας). Συχνὰ ἡ δουλειὰ μᾶς κάνει νὰ βάζουμε σὲ δεύτερη μοῖρα τὴ φιλία. Κι εἶναι κρίμα!


Υ.Γ. Κάποιο πρωϊ στὸ βιβλιοπωλεῖο τοῦ Στρατῆ ὑπῆρχε μιὰ σύναξη μικρὴ. Ὁ λόγος ἦλθε καὶ στὸν Ἀρμακόλα. Κάποιος εἶπε:


- Δὲν πρόφθεσε νὰ γίνει ἀκαδημαϊκὸς... Πῆγε ἀπὸ βίαιο θάνατο...


Τότε κάποιος ἄλλος – δὲν παίρνω ὃρκο πὼς ἦταν ὁ Στρατῆς - εἶπε κοφτὰ:

- Καλύτερα ποὺ πῆγε μὲ βίαιο θάνατο παρὰ, σὰν «ἀθάνατος», νὰ βιώνει τὸν θάνατο στὸ Μαυσωλεῖο τῆς Ἀκαδημίας.

Κακεντράχεια ἴσως...

Idem







Τσιγαριστά λουκάνικα μέ φασόλια καί κόλιανδρο

  Τσιγαριστά λουκάνικα μέ φασόλια καί κόλιανδρο Φίλος τῆς Ἀκαδημίας μᾶς ἔστειλε τήν ἀκόλουθη συνταγή, πολύ εὔκολη καί μέ ἐξαιρετικά...